Το κόκκινο μαργαριτάρι στα Τζουμέρκα!

7601 Επισκέψεις στο άρθρο

Σας αρέσει το βυζαντινό παρελθόν για να το ανιχνεύετε με επισκέψεις σε ιδιαίτερα σημεία ελληνικής ταυτότητας; Μέσα στη γαλήνη του Τζουμερκιώτικου ειδυλλιακού τοπίου κτίσθηκε ένα ακόμη εξαίσιο δείγμα βυζαντινής τέχνης, ο περίφημος ναός των Γενεθλίων της Θεοτόκου ή Κόκκινη Εκκλησιά, όπως επικράτησε να λέγεται. Εσείς δεν το έχετε δει ακόμη;

 

Ανηφορίζοντας για τα Τζουμερκοχώρια, μετά από μια καμπή του αυτοκινητόδρομου, σας αποκαλύπτεται ολάκερο το κόκκινο μαργαριτάρι μέσα σε  ένα καταπράσινο φόντο, με πιστή συντροφιά τα αηδόνια και τα πετροχελίδονα που ομορφαίνουν την μέρα σας.

Κοντά στις όχθες του Αραχθου δεσπόζει ο περίτεχνος ναός της Παναγιάς, που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα. Δεν υπάρχουν ίχνη του παλαιού μοναστηριού αλλά ο ναός που συγκεκριμένα χτίστηκε το 1281, επί Νικηφόρου Α΄, απ' τον πρωτοστράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και τον αδελφό του Θεόδωρο, παραμένει άθικτος.  Όπως διαισθάνεστε, ονομάζεται έτσι εξαιτίας της πληθώρας των πλίνθων που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του.

Βρίσκεται στο συνοικισμό Παλαιοχώρι, λίγο προτού φθάσετε στο Βουργαρέλι και ακριβώς πλάι στον εθνικό δρόμο Άρτας Τρικάλων. Απ' τους ντόπιους ονομάζεται Κόκκινη Εκκλησιά ενώ από τους λόγιους είναι γνωστός ως Παναγία Βελλά, καθώς για ένα διάστημα υπήρξε μετόχι της ακμαίας κάποτε μονής Βελλάς Ιωαννίνων. Δείτε το μνημείο που η παράδοση μας διέσωσε και με την ονομασία "Βασιλομονάστηρο" , η οποία απηχεί την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο μνημείο και στον οίκο των Κομνηνηδουκάδων δεσποτών της Άρτας.

Για την ιστορία, το μοναστήρι γνώρισε πολυετή ακμή και μετά έπεσε για άγνωστους λόγους σε αφάνεια, ερημώθηκε και κατάντησε μετόχι της μονής Βελλάς. Αργότερα, στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε στο Βουργαρέλι το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, η Κόκκινη Εκκλησιά έγινε μετόχι του και παρέμεινε έτσι ως τις αρχές του 20ου αιώνα.

Πλησιάζοντας στην Κόκκινη Εκκλησιά, βλέπετε πως πρόκειται για σταυρεπίστεγο ναό χωρίς τρούλο στον τύπο των δικιονίων με ποικιλόμορφη στέγη, ενώ ανατολικά καταλήγει σε τρίπλευρη κόγχη. Τα σκέλη του σταυρού της στέγης καθώς και οι θόλοι που καλύπτουν το νάρθηκα, καταλήγουν εξωτερικά σε ελλειψοειδή αετώματα. Ο ναός είχε αρχικά πέντε εισόδους, απ' τις οποίες εξαλείφτηκαν οι τρεις, ώστε το άνοιγμα της δυτικής θύρας του νάρθηκα να περιοριστεί, όπως εύκολα διαπιστώνεται στους τοίχους. Η τοιχοδομή είναι επιμελημένη με κανονικούς πωρόλιθους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το πλινθοπερίβλητο σύστημα. Στην πλίνθινη διακόσμηση, θαυμάστε πώς κυριαρχούν τα επάλληλα τοξωτά πλαίσια και οι οδοντωτές ταινίες. Στη νότια αλλά και ανατολική πλευρά παρατηρήστε τη συνεχή πλατιά ταινία με μαιάνδρους, παρόμοια με εκείνη της Παρηγορήτισσας, του Αγίου Βασιλείου της Αγοράς και του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς. Έχετε πάρει έτσι μια γεύση για τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ταυτότητας και διακόσμησης.

Εκείνο όμως, που θα τραβήξει το βλέμμα σας, είναι τα μεγάλα τοξωτά ψευδοτρίλοβα παράθυρα που δεσπόζουν σ' όλες τις πλευρές και με την πληθώρα των κόκκινων πλίνθων τους δικαιολογούν την προσωνυμία του ναού. Όσο για τις τοιχογραφίες, από τον κυρίως ναό σώθηκαν μόνο τμήματα σε δύο στρώσεις, τις οποίες μπορείτε να διακρίνετε πάνω από την θύρα που οδηγεί στο νάρθηκα. Κάπως καλύτερα διατηρήθηκαν οι τοιχογραφίες του νάρθηκα, με ξεχωριστή την εικόνα της Παναγίας πάνω απ' την είσοδο στον κυρίως ναό. Σ' αυτή την τοιχογραφία κάτω απ' το υποπόδιο της Θεοτόκου, προσέξτε τις εικονιζόμενες κεφαλές αγίων αλλά και δύο ζεύγη λαϊκών που δέονται στη Θεοτόκο. Ο ένας άνδρας, ο πρωτοστράτορας Θεόδωρος, στέκοντας δίπλα στη γυναίκα του Μαρία προσφέρει στην Παναγία τρουλωτό ναό -άρα είναι ο κτήτορας του ναού- ενώ ο άλλος είναι ο αδελφός του κτήτορα Ιωάννης Τσιμισκής με τη σύζυγό του Άννα. Αυτό μαρτυρούν οι επιγραφές που είναι γραμμένες πάνω από κάθε ζευγάρι. Οι προσωπογραφίες αυτές που αποδόθηκαν με φυσικότητα κι όχι με τη γνωστή βυζαντινή αυστηρότητα, είναι οι αρχαιότερες της Ελλάδας μέσα σε ναό και για αυτό και μόνο αξίζει να δείτε το κόκκινο μαργαριτάρι των Τζουμέρκων.