Η γραφική Σταυρούπολη κερδίζει τις εντυπώσεις από την πρώτη στιγμή. Χτισμένη σε έναν φυσικό εξώστη, στις πλαγιές χαμηλών λόφων, απέχει 28 χλμ. από την Ξάνθη.
Ο που οδηγεί εκεί, θα σας γεμίσει με «πράσινες» εικόνες, γεμάτες με πηγές, παρθένα δάση και πέτρινα γεφύρια. Ανεβαίνοντας τον λιθόχτιστο δρόμο που οδηγεί στην κεντρική πλατεία, θα έχετε την ευκαιρία να θαυμάσετε τα παλιά σπίτια, με το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, που διακρίνονται για τα σαχνισιά τους (κλειστά μπαλκόνια που στηρίζονται σε καμπυλωτά δοκάρια), με νεοκλασικές επιρροές. Μια βόλτα στα σοκάκια που περιβάλλουν το επιβλητικό Δημαρχείο δικαιολογεί απόλυτα το χαρακτηρισμό του Παραδοσιακού Οικισμού που έχει δοθεί στο χωριό.
Η εικόνα των λιθόχτιστων στενών, με τα γραφικά κτήρια και τους ξενώνες, γυρνάει το χρόνο πίσω, προκαλώντας μια γλυκιά μελαγχολία.
Όσοι από εσάς αναζητάτε μια πιο άμεση επαφή με την φύση, επιβιβαστείτε σε ένα τζιπάκι και οργώστε το δήμο. Πάρτε το δρόμο που οδηγεί στο Καρυόφυτο και συνεχίστε προς το Δάσος της Χαϊντούς, η τον καταράκτη Λειβαδίτη.
Καταρράκτης Λειβαδίτης
Είναι ο μεγαλύτερος καταρράκτης των Βαλκανίων και προσεγγίζεται αρκετά εύκολα από την πόλη της Ξάνθης. Ο ενδιαφερόμενος δεν έχει παρά να ακολουθήσει το δρόμο για τη Σταυρούπολη και από εκεί με έντονη ανάβαση να κατευθυνθεί στο χωριό Λειβαδίτης, που βρίσκεται στα 1300 μέτρα υψόμετρο. Από την έξοδο του χωριού ξεκινά μονοπάτι με ανατολική κατεύθυνση το οποίο οδηγεί σε ένα από τα πολλά γεφύρια της περιοχής. Ο δασικός δρόμος μετά από 7 χλμ και με κατεύθυνση νοτιοανατολική φέρνει σε απόσταση 300 μ. από τον μνημειώδη καταρράκτη του Τραχωνίου (γνωστό και ως καταρράκτη του Λειβαδίτη). Για να φτάσει ο επισκέπτης στον καταρράκτη, θα χρειαστεί να πεζοπορήσει σε ένα ήπιο μονοπάτι, πνιγμένο στις οξιές, τα σφεντάμια, τους φράξους και τις φλαμουριές Φτάνοντας στον καταρράκτη το θέαμα είναι μοναδικό. Τα νερά πέφτουν κατακόρυφα από ύψος 60 περίπου μέτρων με τρομερό πάταγο, χαρίζοντας πλούσια βλάστηση στις σχισμές των βράχων. Η τοποθεσία φέρνει στο νου τις Ναϊάδες των αρχαίων μύθων και τις νεράιδες των λαϊκών παραμυθιών.
Δάσος Χαϊντού
Στην οροσειρά της Ροδόπης, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, υπάρχει το δάσος Δρυμός, γνωστό και ως Χαϊντού. Έχει κηρυχθεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης και έχει έκταση 180 στρέμματα, που στην πραγματικότητα δεν ξεπερνά τα 120. Η ψηλότερη κορυφή είναι αυτή του Γυφτόκαστρου στα 1827 μ. Το δάσος της Χαϊντούς είναι δάσος υψηλό και πυκνό και παρουσιάζει εικόνα σχεδόν παρθένας μορφής. Η περιοχή καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων πλατύφυλλων ειδών. Υπάρχουν δάση πεύκης, οξιάς και σποραδικές συστάδες ελάτης.
Το δάσος Χαϊντούς είναι ένας επίγειος παράδεισος με θεόρατες αιωνόβιες οξιές ύψους άνω των 30 μέτρων. Εκτός από τις οξιές το δάσος έχει πεύκα, ελάτη, ερυθρελάτη αλλά και κίτρινο κρίνο που φύεται στα βουνά της Ροδόπης.
Στην περιοχή συναντά κανείς αρκετά φυτά ενδημικά της Ροδόπης, καθώς και άλλα σπάνια είδη χλωρίδας του ελλαδικού χώρου. Υπάρχουν επίσης σπάνια είδη θηλαστικών και ορνιθοπανίδας. Στη Χαϊντού υπάρχουν γυμνές εκτάσεις και λιβάδια καθώς και γυμνές ορεινές πλαγιές. Πολλά ρυάκια και μικροί ποταμοί ρέουν με γρήγορα και κρύα νερά που αποτελούν τη ζώνη της πέστροφας.
Στον δρυμό βρίσκουν καταφύγιο αρκούδες, λύκοι και ζαρκάδια. Από την δεκαετία του ογδόντα 180 στρέμματα του δάσους έχουν χαρακτηριστεί «Μνημείο της Φύσης» και είναι προστατευόμενη περιοχή. Στην περιοχή συναντά κανείς αρκετά φυτά ενδημικά της Ροδόπης, καθώς και άλλα σπάνια είδη χλωρίδας του ελλαδικού χώρου. Υπάρχουν επίσης σπάνια είδη θηλαστικών και ορνιθοπανίδας. Στη Χαϊντού υπάρχουν γυμνές εκτάσεις και λιβάδια καθώς και γυμνές ορεινές πλαγιές. Πολλά ρυάκια και μικροί ποταμοί ρέουν με γρήγορα και κρύα νερά που αποτελούν τη ζώνη της πέστροφας.
Φρούριο Καλύβας
Η περιοχή της Κοιλάδας του Νέστου είναι διάσπαρτη από τα ερείπια φρουριακών κατασκευών τα οποία μαρτυρούν την Ιστορική σημασία της περιοχής.
Το Φρούριο της Καλύβας, το σημαντικότερο από τα ερειπιωμένα φρούρια, δεσπόζει στην κορυφή Κάστρο, σε υψόμετρο 627 μέτρα, 4 χλμ, νοτιανατολικά του χωριού Καλύβα. Βρίσκεται σε στρατηγική θέση γιατί από τα τείχη του ελέγχεται οπτικά ολόκλητη η Κοιλάδα του Νέστου. Επίσης έχει οπτική επαφή με άλλα φρούρια της περιοχής. Χτίστηκε για πρώτη φορά από τον Φίλιππο το Β γύρω στο 340 π.Χ. Είναι γνωστό ότι όταν ο Φίλιππος νίκησε και διέλυσε το κράτος των Οδρυσσών, έκτισε πολλά φρούρια σε στρατηγικής σημασίας θέσεις για να ελέγχει τις κινήσεις των εχθρών. Το φρούριο, χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά και επί αιώνες από τον Φίλιππο τον Ε, τον Περσέα, τους Ρωμαίους, τους Θράκες και τον αυτοκράτρα Ιουστινιανό.
Έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με περίμετρο 245 μέτρα. Έχουν αποκαλυφθεί συνολικά 6 πύργοι, 4 κυκλικοί και 2 τετράπλευροι που ανήκουν σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, όπως και τα τμήματα του περιβόλου. Η σημαντικότερη κατασκευή του είναι η μεγάλη του δεξαμενή, που έχει βάθος 12 μέτρα, και μεγαλύτερη διάμετρο 8 μέτρα. Είναι χτισμένη με γωνιόλιθους ενώ η λιθοδομή εσωτερικά σκεπάζεται με ισχυρό, υδραυλικό κονίαμα.
Εξαίρετο έργο της αρχαίας μηχανικής και υδραυλικής προκαλεί το θαυμασμό για τον τρόπο της κατασκευής του.
Η εξωτερική του πύλη ονομάστηκε πύλη του Πριάπου από το ανάγλυφο του Θεού που βρέθηκε κοντά της. Ο Πρίαπος ήταν θεός της ευφορίας, προστάτης των αμπελιών και των κήπων. Πλήθος ευρημάτων εκτίθενται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής.
Μακεδονικός τάφος Σταυρούπολης
Ο τάφος της Σταυρούπολης είναι ο μεγαλύτερος, πιο καλοδιατηρημένος και πιο εντυπωσιακός μακεδονικός τάφος της Θράκης. Βρίσκεται νότια της πόλης, σε μικρή απόσταση από το δρόμο που οδηγεί στα Κομνηνά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή και τα λιγοστά ευρήματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του, χρονολογείται στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. Είναι πιθανό να συνδέεται με έναν οικισμό, που βρίσκεται σε απόσταση 500 μ. νοτιότερα, στη θέση Μύτικας Κομνηνών, και είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (9ος - 8ος αι. π.Χ.) μέχρι τη βυζαντινή περίοδο.
Το μνημείο έχει όλα τα βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους μακεδονικούς τάφους. Είναι υπόγειος, κτιστός και αποτελείται από δρόμο, προθάλαμο και θάλαμο, που είναι σκεπασμένοι με καμάρες. Είναι κατασκευασμένος με εγχώριο μάρμαρο κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας, έχει προσανατολισμό Α-Δ και η είσοδός του βρίσκεται στα δυτικά. Ο δρόμος αποτελείται από δύο τμήματα: το εξωτερικό, που είναι χωρίς κάλυψη, και το εσωτερικό, που είναι στεγασμένο και έχει μήκος 4,65 μ. και πλάτος 1,59 μ. Σε αυτό μπαίνει κανείς από θύρα που κλεινόταν εξωτερικά με μεγάλες ορθογώνιες μαρμαρόπετρες. Στο άλλο άκρο του υπάρχει η θύρα του προθαλάμου, που αποτελείται από δύο παραστάδες και υπέρθυρο. Ο προθάλαμος έχει πλάτος 3,13 μ. και μήκος 2,12 μ. Επικοινωνεί με το νεκρικό θάλαμο με θύρα, αποτελούμενη από μονολιθικές παραστάδες και υπέρθυρο, που κλεινόταν εσωτερικά με μαρμάρινα θυρόφυλλα, στα οποία δηλώνονται ανάγλυφα τα τεκτονικά στοιχεία (π.χ. καρφιά).