To Citroen C3 δεύτερης γενιάς σημείωσε καλή εμπορική πορεία χάρη στην νεανική του σχεδίαση και το ευρύχωρο εσωτερικό του, ενώ ο diesel κινητήρας των 75 ίππων που εξετάζουμε εδώ, χάριζε στον οδηγό οικονομικές μετακινήσεις εντός και εκτός πόλης.
Πόσα θα έδινες για ένα μεταχειρισμένο Citroen C3 diesel με 75 PS;
To Citroen C3 δεύτερης γενιάς εκπροσώπησε την γαλλική μάρκα στην μικρή κατηγορία σημειώνοντας αξιόλογη εμπορική πορεία. Το μοντέλο προσφέρθηκε με κινητήρες βενζίνης και diesel, με την γκάμα πετρελαίου να περιλαμβάνει τον 1.600άρη BlueHDi κινητήρα σε δύο εκδόσεις 75 και 100 ίππων, με την ισχυρότερη έκδοση να συνδυάζεται και με σύστημα Start/Stop. Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με το C3 στην πετρελαιοκίνητη έκδοση με τα 75 άλογα, που μπορεί να μην έβαζε φωτιά στο οδόστρωμα, ήταν όμως μια εξαιρετικά οικονομική επιλογή για κίνηση μέσα στην πόλη.
To C3 δεύτερης γενιάς έχει compact διαστάσεις με μήκος λίγο κάτω από τα 4 μέτρα και είναι γενικά πιο «στρογγυλεμένο» από τον προκάτοχό του. Η μάσκα του τονίζει το «λοχιόσημο» της Citroen, τα φανάρια είναι μεγάλα, ενώ μια ξεχωριστή πινελιά δίνει η τοξωτή γραμμή της οροφής και το «γλυκό» πίσω μέρος.
Η αισθητική της καμπίνας του C3 βασίζεται σε αυτή του αντίστοιχης γενιάς DS3 και είναι ευχάριστη σε γενικές γραμμές. Ο διάκοσμος θα μπορούσε να είναι λιγότερο σκουρόχρωμος και οι λίγες ενθέσεις χρωμίου (στο μοντέλο της δοκιμής) δεν έδειξαν αρκετές να τον κάνουν να δείξει πιο ευφάνταστος. Τα πλαστικά είναι σκληρά μεν, αλλά έχουν προσεγμένο φινίρισμα και, το κυριότερο, δείχνουν γεροδεμένα. Στο εσωτερικό θα βρείτε αρκετές θήκες για μικροαντικείμενα στις πλαϊνές πόρτες και στο τούνελ της κονσόλας, ενώ το ντουλαπάκι μπροστά από τα πόδια του συνοδηγού είναι μεγάλο. Η θέση οδήγησης είναι ιδιαίτερα βολική και προσφέρει πολύ καλή περιφερειακή ορατότητα. Μοναδική μας ένσταση η τοποθέτηση του διακόπτη του μενού του συστήματος infotainment μαζί με το όχι περιστροφικό διακόπτη έντασης του ήχου χαμηλά στη βάση της κονσόλας.
Οι διαθέσιμοι εσωτερικοί χώροι του Citroen C3 είναι επαρκείς για τέσσερις ενήλικες μεσαίου αναστήματος (μέχρι 1,75μ.). Ο χώρος για τα γόνατα θα έπρεπε να ήταν λίγο μεγαλύτερος, ενώ απόλυτα ικανοποιητικό είναι το πλάτος της καμπίνας. Η κλίση της οροφής καθιστά οριακό τον «αέρα» για τα κεφάλια των πίσω. Η χωρητικότητα του πορτ-μπαγκάζ (300 λίτρα) είναι αρκετά μεγάλη για την κατηγορία του.
Ο 1.600άρης BlueHDi πετρελαιοκινητήρας του ομίλου PSA αποδίδει 75 ίππους δίνοντας έμφαση στη ροπή, που είναι 233 Nm στις 1.750 σ.α.λ και συνδυάζεται με 5τάχυτο μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων που μεταφέρει την κίνηση στους εμπρός τροχούς. Στην πράξη, ο κινητήρας είναι ιδιαίτερα ελαστικός και καταφέρνει να επικαλύπτει το θεωρητικό έλλειμμα ισχύος με το πλεονέκτημα της ροπής. Από πλευράς θορύβου ο κινητήρας θα αποκαλύψει τη diesel υπόστασή του στο ρελαντί και στις υψηλές στροφές. Σε ό,τι αφορά στις επιδόσεις, το πετρελαιοκίνητο C3 με τα 75 άλογα είναι αργοκίνητο σε φυσιολογικά όμως πλαίσια, αφού χρειάζεται 12,7 δλ. για το 0-100 χλμ./ώρα. Από τις ρεπρίζ θα θέλαμε κάτι καλύτερο από τα 10,8 δλ. για τα 60-100 χλμ./ώρα με 4η και τα 16,7 δλ για τα 80-120 χλμ./ώρα με 5η. Στο πεδίο της κατανάλωσης, η Citroen ανακοινώνει εργοστασιακή μέση τιμή 3,5 λτ./100 χλμ. αλλά στην πράξη, η μέση κατανάλωση που μετρήσαμε ήταν κοντά στα 4,9 λτ./100 χλμ., ένα νούμερο, που απέχει από τις υποσχέσεις του κατασκευαστή, αλλά που είναι αρκετά ικανοποιητικό για αυτοκίνητο της κατηγορίας.
To Citroen C3 δεύτερης γενιάς έδωσε έμφαση στην άνεση και την υψηλή ποιότητα κύλισης, έχει προσεγμένη ηχομόνωση και πολύ αναπαυτικά καθίσματα που σε κάνουν να νιώθεις λες και βρίσκεται σε μεγαλύτερο αυτοκίνητο. Εντός πόλης, το ελαφρύ τιμόνι και ο περιορισμένος κύκλος στροφής (10,2 μέτρα) του προσδίδουν ευελιξία ενώ, στους επαρχιακούς δρόμους το C3 συνεχίζει να έχει θετική εικόνα χάρη στη σταθερότητα και στη στιβαρότητα του πλαισίου του. Οι μαλακές αναρτήσεις ευνοούν φυσικά τις κλίσεις στις στροφές και προφανώς θα αποθαρρύνουν τον ενθουσιώδη, αλλά σε τελική ανάλυση το C3 κρατάει περισσότερο από ό,τι περιμένεις και κυρίως, οι όποιες αντιδράσεις δεν θα αιφνιδιάσουν τον μέσο οδηγό. Το στάνταρ ESP λειτουργεί σωστά και επεμβαίνει όποτε χρειάζεται για να επαναφέρει την τάξη
Oι τιμές του δεύτερης γενιάς C3 ξεκινούν από χαμηλά και συγκεκριμένα από τις 5.000 ευρώ στην αγορά των μεταχειρισμένων ωστόσο πρόκειται για μοντέλα με πολλά χιλιόμετρα και παλιάς χρονολογίας. Για ένα πετρελαιοκίνητο C3 με το μοτέρ που αναλύσαμε στο θέμα αυτό, οι τιμές ξεκινούν από τις 7.000 ευρώ αλλά για αυτοκίνητα που έχουν κατασκευαστεί κατά τελευταία χρόνια της γενιάς αυτής (2015,2016), οι τιμές μπορούν να φτάσουν ακόμη και τις 9.500 ευρώ. Συμπερασματικά, το C3 δεύτερης γενιάς είναι ένα trendy και νεανικό αυτοκίνητο με ικανοποιητικούς χώρους που μπορεί να κινηθεί οικονομικά και ευέλικτα μέσα στην πόλη. Το μοτέρ των 75 ίππων, αν και είναι ροπάτο, προδίδει γρήγορα την diesel φύση του, ενώ η περιορισμένη ισχύς του δεν του επιτρέπει να κινηθεί σβέλτα εκτός πόλης.