Το ESP αποτελείται από αισθητήρες, όπως αυτοί της ταχύτητας του κάθε τροχού, και της θέσης του τιμονιού, ενώ η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων γίνεται από ξεχωριστή ηλεκτρονική μονάδα.
Η λειτουργία του ESP «μοιράζεται» στις περισσότερες περιπτώσεις τους ίδιους αισθητήρες με το ABS και το αντισπίν, γι` αυτό θεωρείται από πολλούς ως η μετεξέλιξη των συγκεκριμένων συστημάτων. Όταν ένας τροχός χάνει την πρόσφυση με το οδόστρωμα σημαίνει ότι η γωνιακή του ταχύτητα είναι αυξημένη σε σχέση με τη μεταφορική κίνηση του οχήματος, άρα ο οδηγός δεν είναι σε θέση να αλλάξει την πορεία του οχήματος. Αυτό ακριβώς αντιλαμβάνονται τα αυτοκίνητα που εξοπλίζονται με ηλεκτρονικό σύστημα ευστάθειας και προκειμένου να ξανά βρεθεί πρόσφυση το αυτοκίνητο «παίρνει την κατάσταση στα χέρια του» φρενάροντας τους κατάλληλους τροχούς ή «κόβοντας» στιγμιαία την ισχύ στον κινητήριο άξονα. Πώς γίνεται, όμως, κάτι τέτοιο;
Οι σημαντικότεροι αισθητήρες που χρησιμοποιεί το ESP είναι οι αισθητήρες ταχύτητας του κάθε τροχού, ο αισθητήρας πλευρικής επιτάχυνσης και ο αισθητήρας θέσης του τιμονιού. Οι τιμές που προκύπτουν, αξιολογούνται σχεδόν 25 φορές το δευτερόλεπτο από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου του συστήματος. Σε περίπτωση που κάποια τιμή είναι αφύσικη, το αυτοκίνητο αντιλαμβάνεται ότι έχει χαθεί η πρόσφυση και επεμβαίνει φρενάροντας μεμονωμένα τους κατάλληλους τροχούς, ώστε ο οδηγός να ανακτήσει τον έλεγχο. Συνήθως η ενεργοποίηση του ESP γίνεται αντιληπτή από τον οδηγό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις επεμβαίνει και «διακριτικά» φρενάρει στιγμιαία κάποιον τροχό χωρίς να γίνεται ενοχλητικό.