O 1.600άρης τούρμπο άμεσου ψεκασμού της B200 είναι πολιτισμένος, οικονομικός και πολύ αποδοτικός.
Δοκιμή: Mercedes B200 BlueEFFICIENCY
(18/2/2012)
Όταν ένα νέο μοντέλο εξοπλίζεται με έναν εξαιρετικό νέο κινητήρα, όπως συμβαίνει με τη νέα Mercedes B-Class και τον 1.600άρη τούρμπο κινητήρα, τότε το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον δελεαστικό.
Στη νέα της γενιά, η B-Class άλλαξε σε όλα σε σχέση με το παρελθόν της, εκτός από το «πολυμορφικό» της σχήμα. Όλα πάνω της είναι καινούργια. Από την εμφάνιση και το εσωτερικό, μέχρι το νέο πάτωμα, τις νέες τεχνολογίες ασφαλείας και τους νέους κινητήρες. Ειδικά όσον αφορά στον τελευταίο τομέα, απέκτησε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που της έλειπε. Τους νέους κινητήρες τούρμπο με χαμηλή χωρητικότητα, υψηλή απόδοση και ανταγωνιστικές τιμές μέσης κατανάλωσης. Το αυτοκίνητο της δοκιμής είναι η δεύτερη έκδοση στην άτυπη ιεραρχία της γκάμας του μοντέλου, καθώς εφοδιάζεται με τον κινητήρα τούρμπο άμεσου ψεκασμού των 1,6 λτ., που για την περίσταση, έχει ρυθμιστεί να αποδίδει 156 ίππους και 250 Nm ροπής.
Κινητήρας: Το κάτι παραπάνω Το να ισχυριστεί κανείς ότι το βασικό μοτέρ της γκάμας της B-Class δεν είναι αρκετό, είναι μάλλον άστοχο, καθώς οι επιδόσεις του το κατατάσσουν ανάμεσα στις πιο ικανές προτάσεις ασχέτως κατηγορίας (ακόμα και αν το αυτοκίνητο δεν κριθεί αμιγώς ως MPV). Οπότε, σε πρώτη θεώρηση, η χρηματική υπέρβαση των 1.150 για την επιλογή του πιο ισχυρού μοτέρ, μπορεί να κριθεί άσκοπη. Ωστόσο τα νούμενρα αποδεικνύουν το αντίθετο. Πιο συγκεκριμένα, οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδόσεων (Β200 και Β180) σε επιδόσεις είναι σημαντικές σε όλα τα επίπεδα. Στο 0-100 χλμ./ώρα η διαφορά αγγίζει τα 2 δλ. (B200: 8,1δλ.), ενώ στις ρεπρίζ με 5η και 6η ταχύτητα οι διαφορές φτάνουν τα 6 και 9,5 (!) δλ. αντίστοιχα. Εξίσου μεγάλες είναι οι διαφορές στις ταχύτητες εξόδου από τα 400 μέτρα και το πρώτο χιλιόμετρο, τη στιγμή που η B200 έχει μετρηθεί και ήταν σημαντικά πιο ήσυχη σε όλες τις ταχύτητες. Όλο αυτό το πλεονέκτημα δε θίγει στο ελάχιστο τη μέση εργοστασιακή κατανάλωση και τις εκπομπές ρύπων, που παραμένουν στα 5,9 λτ./100 χλμ. και στα 138 γρ./χλμ. αντίστοιχα. Σε κάθε περίπτωση, ο οδηγός αντιλαμβάνεται ένα μοτέρ που είναι πανταχού και πάντα παρόν, χωρίς τραχύτητα ακόμα και στις υψηλές ταχύτητες, όπου είναι ικανό να φτάσει με χαρακτηριστική ευκολία έναντι του βασικού μοτέρ που σαφώς αρέσκεται στις χαμηλότερες στροφές.