Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η Citroen έβαλε ξανά σε τροχιά την ανάπτυξη του αυτοκινήτου και τελικά το έβαλε σε παραγωγή τον Ιούλιο του 1949 ως ένα μικρό αυτοκίνητο με αερόψυκτο κινητήρα 9 ίππων, 375 cc, με τελική ταχύτητα 50 km/h και με νέο όνομα, αφού το TPV μετονομάστηκε σε 2CV που σημαίνει 2 ίπποι στα γαλλικά (Deux Chevaux), καθώς τόσοι ήταν οι φορολογήσιμοι από τους 9 που διέθετε το όχημα των 357 κ.εκ. Ο κινητήρας ήταν δικύλινδρος και αερόψυκτος, ενώ είχε κιβώτιο 3 σχέσεων και μία overdrive για την όπισθεν. Ο επιλογέας ήταν οριζόντιος και τοποθετημένος πάνω στην κονσόλα δίπλα από το τιμόνι. Το μοντέλο σχεδιάστηκε να πηγαίνει σε όλο των ειδών τα οδοστρώματα, ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιούν οι αγρότες περνώντας από τα χωράφια, γιΆ αυτό είχε μεγάλη απόσταση από το έδαφος. Ταυτόχρονα το μεγάλο μυστικό για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος ήταν η περίεργη γεωμετρία της ανάρτησής του. Σε κάθε ανωμαλία το αυτοκίνητο έκανε μεγάλες διαδρομές (ανεβοκατεβάσματα), αφού η ανεξάρτητη ανάρτηση (με διαμήκεις βραχίονες μεταξύ του εμπρός και του πίσω τροχού της ίδιας πλευράς) ήταν πολύ μαλακή.
Οι ιδιαιτερότητες του γαλλικού μοντέλου, που παρουσιάστηκε τελικά στο σαλόνι αυτοκίνησης του Παρισιού το 1948, δεν σταματούσαν εδώ. Για παράδειγμα οι καθαριστήρες του έπαιρναν κίνηση από τη ντίζα του ταχύμετρου, ενώ ένα από τα μεγάλα του ατού ήταν η χαμηλή κατανάλωση καυσίμου. Σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος κτήσης, το 2CV έγινε πολύ αγαπητό από όλο τον κόσμο που δεν μπορούσε να δαπανήσει πολλά χρήματα για να αγοράσει αυτοκίνητο. Οι άνθρωποι της Citroen έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση, αφού έκαναν στην κυριολεξία χρυσές δουλειές με το 2CV. Χαρακτηριστικό είναι πως η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη, που οι χρόνοι παράδοσης για ένα 2CV έφτασαν ακόμη και τα 6 χρόνια!