Η πιο ισχυρή επιλογή της γκάμας ήταν η C 36 AMG που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1993, η οποία έγραψε ιστορία καθώς έγινε το πρώτο μοντέλο της εταιρείας που αναπτύχθηκε από κοινού από τη Mercedes-Benz και την AMG. Βασίστηκε στην C 280 με το εξοπλιστικό επίπεδο «Sport» με την AMG να προχώρα στην αύξηση της διαμέτρου και της διαδρομής του εξακύλινδρου σε σειρά κινητήρα των 2,8 λίτρων φτάνοντας την χωρητικότητά του στα 3,6 λίτρα. Ειδικά έμβολα, νέος στροφαλοφόρος άξονας και υψηλότερος λόγος συμπίεσης έφτασαν την ισχύ του μοτέρ στα 280 άλογα. Το μοντέλο είχε επίσης μικρότερη απόσταση από το έδαφος κατά δέκα χιλιοστά και ξεχώριζε χάρη στους προφυλακτήρες του, τις πλαϊνές ποδιές και τις μεγαλύτερες ζάντες του.
Από το φθινόπωρο του 1993 έως τον Ιούνιο του 1997, παρήχθησαν συνολικά 5.221 μονάδες της C 36 AMG. Τον Σεπτέμβριο του 1997, ένας 8κύλινδρος κινητήρας έκανε το ντεμπούτο του στην C-Class. Η C 43 AMG που ήρθε αργότερα προσέφερε 306 άλογα, ενώ στην C 55 AMG που κυκλοφόρησε το 1998, η ισχύς αυξήθηκε στα 347 άλογα.
Απόδειξη της υπεροχής της Mercedes ήταν η επιτυχία της στο τότε δημοφιλές πρωτάθλημα DTM. Το 1994 ο Klaus Ludwig πήρε τον τίτλο με μια AMG Mercedes C-Class DTM που εξοπλιζόταν με V6 κινητήρα 400 ίππων. Έναν χρόνο αργότερα, ο Bernd Schneider πήρε πρωτάθλημα στο DTM και στην διοργάνωση International Touring Car Championship.