Στο δρόμο, η αίσθηση που προσφέρει η 7η γενιά του Ιαπωνικού μοντέλου είναι η πιο "ώριμη" καθώς οι αδυναμίες των παλιότερων εκδόσεων έχουν αμβλυνθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, η εμφάνιση έντονης υποστροφής που χαρακτήριζε τις παλιότερες γενιές του μοντέλου είναι πλέον παρελθόν. Βέβαια, αυτή στις παλιότερες εκδόσεις του μοντέλου ήταν εν μέρει απόρροια και της μεγαλύτερης ισχύος του κινητήρα (125 και 160 ίππους από κινητήρες 1,6 λίτρων) αλλά σε ό,τι αφορά την ανάρτηση η διαφορά είναι σαφής και ευδιάκριτη. Στις στροφές οι κλίσεις του αμαξώματος διατηρούνται σε λογικά πλαίσια και δεν τρομάζουν τον οδηγό και τους επιβάτες. Η αίσθηση του ηλεκτρικά (στα πρότυπα του S2000) υποβοηθούμενου τιμονιού, χωρίς να είναι ιδιαίτερα καλή, ικανοποιεί μεταφέροντας ικανοποιητικά ποσά πληροφοριών στα χέρια του οδηγού. Πλέον, χωρίς η ρύθμιση της ανάρτησης του νέου Civic να μπορεί να χαρακτηριστεί μαλακή, η απόσβεση των ανωμαλιών είναι πιο καλή, καθώς λείπουν οι ξερές αντιδράσεις του παρελθόντος, με τις αναπηδήσεις του πίσω άξονα. Η υπέρβαση των υψηλών ορίων πλευρικής πρόσφυσης σε δρόμους με στροφές "μεταφράζεται" σε προοδευτική εκδήλωση υποστροφής, η οποία ελέγχεται με σχετική ευκολία από τον οδηγό. Ανάλογα οφέλη παρατηρούνται και στις ευθείες με αυξημένη μέση ωριαία ταχύτητα κίνησης, όπου το μοντέλο δείχνει αρκετά σταθερό, διατηρώντας παράλληλα την άνεση των επιβατών σε καλό επίπεδο. Το σύστημα των φρένων αποτελείται από αεριζόμενους δίσκους στους εμπρός τροχούς και ταμπούρα στους πίσω, οι οποίοι επιβραδύνουν ικανοποιητικά το αμάξωμα -χωρίς να ενθουσιάζει η αίσθηση του ποδωστηρίου- ενώ σε ακραίες περιπτώσεις, το ABS (στάνταρ) επικουρεί αποτελεσματικά.
Οι κλίσεις στις στροφές δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Η κατευθυντικότητα του νέου Civic είναι πολύ καλή.
Οι αλουμινένιοι τροχοί των 15 ιντσών ανήκουν στον προαιρετικό εξοπλισμό του μοντέλου και φιλοξενούν ελαστικά διάστασης 195/60.
Η ευκολία των χειρισμών και η καλή εργονομία των χειριστηρίων ενισχύουν το αίσθημα της φιλικότητας προς το χρήστη που αποπνέει το μοντέλο.