Ο θάλαμος καύσης δεν περιέχει μίγμα καυσίμου – αέρα όπως στους βενζινοκινητήρες, κατά την φάση της καύσης, αλλά μία ποσότητα αέρα αναμεμιγμένου με πολύ λεπτά σταγονίδια πετρελαίου που αναφλέγονται όταν έρθουν σε επαφή με τον αέρα ο οποίος κατά την συμπίεση θερμαίνεται στους 700 έως 900°C. Η ανάφλεξη του πετρελαίου είναι στιγμιαία και απαιτεί συγκεκριμένο χρόνο που εξαρτάται άμεσα από την πίεση και την θερμοκρασία του αέρα καθώς και το μέγεθος των σταγονιδίων του πετρελαίου. Για να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή καύση θα πρέπει το καύσιμο να ψεκάζεται με μεγάλη πίεση στο θάλαμο και να διασκορπίζεται πλήρως ώστε η αυτανάφλεξη να επιτυγχάνεται στο μέγιστο δυνατό, συνεπώς να επιτυγχάνεται και οικονομία καυσίμου. Αυτό ακριβώς είναι που επιτυγχάνει το σύστημα common rail, το οποίο έχει την ιδιότητα να μεταβάλει τους χρόνους ψεκασμού και την πίεση ψεκασμού ανάλογα τις συνθήκες λειτουργίας του κινητήρα, το οποίο λαμβάνει χώρα με τον διαχωρισμό του συστήματος παραγωγής πίεσης και του συστήματος ψεκασμού καυσίμου. Η μονάδα διαχείρισης κινητήρα λαμβάνει τα δεδομένα από μια ομάδα αισθητήρων, τα επεξεργάζεται και δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες καύσης με σκοπό πάντα την ιδανική καύση του μίγματος αέρα καυσίμου που έχει δημιουργηθεί στο θάλαμο καύσης.