Το μηχανικό σύνολο του Citroen C3 είναι ελαστικό και ροπάτο. Αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις του αυξημένου βάρους του μικρού μοντέλου (1.039 κιλά) και στην πράξη ικανοποιεί περισσότερο από όσο οι αριθμοί των μετρήσεων καταδεικνύουν. Πολιτισμένο και "λογικό" σε απαιτήσεις καυσίμου, το μοτέρ των 1,4 λίτρων δίνει και πάλι τα διαπιστευτήριά του κάτω από το καπό του C3. Η κλιμάκωση του κιβωτίου των ταχυτήτων επιτρέπει τόσο την κίνηση του μοντέλου με λίγες αλλαγές σε αστικό περιβάλλον, όσο και την οικονομική κάλυψη μεγάλων αποστάσεων στον ανοιχτό δρόμο.
Το ίδιο μηχανικό σύνολο με το C3 χρησιμοποιεί και το Peugeot 206. Το μικρότερο βάρος του αμαξώματος συμβάλλει στο να είναι καλύτερες οι επιδόσεις στο μοντέλο της Peugeot, ενώ παράλληλα αναδεικνύει καλύτερα τα χαρακτηριστικά της ελαστικότητας του κινητήρα. Το μηχανικό σύνολο ανεβάζει στροφές αγόγγυστα με όποια επιλεγμένη σχέση στο κιβώτιο, ενώ και η μέση κατανάλωση που παρουσιάζει είναι χαμηλή. Χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο -μόνο όταν οι στροφές λειτουργίας φτάσουν στην κόκκινη περιοχή του στροφόμετρου οι επιβάτες μπορεί να ενοχληθούν- το μηχανικό σύνολο αποδεικνύεται η χρυσή τομή μεταξύ επιδόσεων και πολιτισμένης λειτουργίας σε μια κατηγορία όπου η ευκολία στη χρήση είναι το κυρίως ζητούμενο.
Ο κινητήρας του Polo των 1,4 λίτρων αποδίδει 83 ίππους και κινεί αξιοπρεπώς το, βαρύ για τα δεδομένα του ανταγωνισμού, Γερμανικό αμάξωμα. Οι επιδόσεις που προσδίδει στο μοντέλο είναι μέτριες. Τα λειτουργικά του χαρακτηριστικά το κατατάσσουν μεταξύ των κορυφαίων της κλάσης, όντας από τα πλέον πολιτισμένα. Με αποθέματα ροπής από χαμηλά, το μοτέρ καλύπτει τις μακριές σχέσεις (3η, 4η και 5η) και καθιστά τις μετακινήσεις αρκετά ξεκούραστες και χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο. Μόνη "ενόχληση" για τον οδηγό αποτελεί η ηλεκτρονικά ελεγχόμενη πεταλούδα του γκαζιού, που επιφέρει μια αισθητή καθυστέρηση στην απόκριση, ιδιαίτερα όταν ο οδηγός πατήσει διαδοχικά φρένο και γκάζι.