Η αρχαία Εγνατία Οδός (Via Egnatia), ήταν ένας πραγματικό θαύμα της μηχανικής, που κατασκευάστηκε στην αρχαιότητα (2ο αιώνας π.Χ.), από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και σύνδεε τη Ρώμη (μέσω της Αππίας Οδού) με το Βυζάντιο (τη σημερινή Κωνσταντινούπολη).
Ξεκινώντας από το σημερινό Δυρράχιο, στις δυτικές ακτές της Αδριατικής Θάλασσας στην Αλβανία, η Via Egnatia κάλυπτε μια διαδρομή 1.120 χιλιομέτρων, ακολουθώντας ποτάμια και δύσβατες διαδρομές πάνω από βουνά, μέχρι να φτάσει στις ακτές του Βοσπόρου και στο, τότε, Βυζάντιο.
Η κατασκευή του απίστευτου αυτού επιτεύγματος, προσδίδεται στον ανθύπατο της Μακεδονίας Γναίου Εγνάτιου, κατά την περίοδο 146 - 120 π.Χ. Στην κατασκευή του εντάχθηκαν διάφοροι ήδη υπάρχοντες οδοί, με τον κυριότερο να είναι ένας στρατιωτικός δρόμος που σύνδεε την επαρχία της Ιλλυρίας (μια περιοχή που περιελάμβανε εκτάσεις από την Αλβανία, το Kόσοβο, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, κ.α.) με το Βυζάντιο.
Χρήση στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Η Εγνατία Οδός ήταν ζωτικής σημασίας για την Αυτοκρατορία, καθώς ήταν ο πρώτος δρόμος που κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε στο ανατολικό κομμάτι της, συνδέοντας τη Ρώμη με της αποικίες της στα νότια Βαλκάνια. Κατά μήκος του δρόμου κατασκευάστηκαν σταθμοί αλλαγής ίππων, κάθε περίπου 15 χιλιόμετρα, αλλά και στάσεις ανάπαυσης, κάθε περίπου 40 χιλιόμετρα, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στο σύνολό τους κυρίως από την κρατική ταχυδρομική υπηρεσία, αλλά και για ταχυμεταφορές. Αργότερα, έγινε χρήση και από ταξιδιώτες και εμπόρους, που ταξίδευαν από σταθμό σε σταθμό κατά τη διάρκεια μιας ημέρας. Στην πορεία αναπτύχθηκαν και οικισμοί (Vici) γύρω από τους σταθμούς, οι οποίοι εξελίχθηκαν και σε πόλεις, κάποιες που υπάρχουν ακόμη και σήμερα, όπως η Θεσσαλονίκη, και άλλες που είναι πλέον αρχαιολογικά μνημεία, όπως οι Φίλιπποι.
Αυτόν τον δρόμο χρησιμοποίησε και ο απόστολος Παύλος, στο δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι, όταν ταξίδεψε από τους Φίλιππους, ώς τη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρεται στις Πράξεις.
Σε πολλές σημαντικές στιγμές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Εγνατία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Οι στρατιές του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπήιου βάδισαν κατά μήκος της Εγνατίας οδού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Καίσαρα, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου των Απελευθερωτών, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκταβιανός καταδίωξαν τον Κάσσιο και τον Βρούτο κατά μήκος της, μέχρι τη μοιραία συνάντησή τους στη μάχη των Φιλίππων. Τα σωζόμενα ορόσημα κατά μήκος της Οδού είναι σημάδια ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός ανέλαβε εκτενείς επισκευές του δρόμου, πριν από την εκστρατεία του το 113 π.Χ. κατά των Πάρθων. Ωστόσο, από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα, ο δρόμος είχε σε μεγάλο βαθμό αχρηστευτεί, ως αποτέλεσμα της βίαιης αστάθειας στην περιοχή. Ένας ιστορικός του 5ου μ.Χ. αιώνα σημείωσε, ότι τα δυτικά τμήματα της Εγνατίας Οδού ήταν σε τόσο κακή κατάσταση, που οι ταξιδιώτες μετά βίας μπορούσαν να τη διασχίσουν.
Στα Βυζαντινά χρόνια και μετέπειτα
Χρήση της οδού έγινε και κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων, όπου αποτελούσε την κεντρική αρτηρία του χερσαίου εμπορίου του Βυζαντίου με τη δυτική Ευρώπη, αλλά και στις Σταυροφορίες, ο δρόμος είδε χρήση από τους στρατούς που ταξίδεψαν ανατολικά μέχρι την Κωνσταντινούπολη, πριν περάσουν στη Μικρά Ασία.
Στον απόηχο της Δ' Σταυροφορίας, ο έλεγχος του δρόμου ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, καθώς και των Βυζαντινών διάδοχων κρατών, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Τέλος, η αρχαία Εγνατία Οδός, αποτέλεσε κομμάτι του δρόμου του προσκυνήματος προς την Ιερουσαλήμ, αλλά και μέρος του διάσημου Δρόμου του Μεταξιού.
Σήμερα, στην Ελλάδα, τα δυο σημαντικότερα και πιο ανέπαφα κομμάτια της Εγνατίας που σώζονται από την αρχαιότητα, βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, και λίγο έξω από την Καβάλα.