Γεμάτο από φινετσάτες λεπτομέρειες και με οδηγοκεντρική προσέγγιση το εσωτερικό, δεν περνάνε όμως απαρατήρητα στοιχεία όπως κουμπιά και χειριστήρια από άλλες μάρκες του ομίλου και τα μαύρα σκληρά πλαστικά.
Στο cockpit δεν έχει αλλάξει κάτι αισθητά σε σχέση με ό,τι βιώσαμε με την υβριδική έκδοση. Καλοδεχούμενες είναι φυσικά οι φινετσάτες λεπτομέρειες και η οδηγοκεντρική προσέγγιση, δεν περνάνε όμως απαρατήρητα στοιχεία όπως κουμπιά και χειριστήρια από άλλες μάρκες του ομίλου (ειδικά το κουμπί για την επιλογή προγράμματος λειτουργίας θα μπορούσε να έχει πιο Alfa Romeo έμπνευση) και τα μαύρα σκληρά πλαστικά σε πόρτες και ταμπλό, τα οποία είναι γεροδεμένα και καλοφινιρισμένα, αλλά δεν συνάδουν και τόσο με τον premium προσανατολισμό του μοντέλου. Όπως και να έχει, η -ενσωματωμένη στο ταμπλό- κεντρική οθόνη των 10 ,25 ιντσών έχει καλά γραφικά, γρήγορη απόκριση και δυνατότητα διαμόρφωσης, κάτι που ισχύει και για τον χαρακτηριστικό «cannocchiale» πίνακα οργάνων με τα δύο χωνευτά ημικύκλια.
Στα πλεονεκτήματα και ο απόλυτα ανταγωνιστικός χώρος για τα γόνατα των πίσω επιβατών (θα θέλαμε σίγουρα κάτι παραπάνω από τα 131 εκατ. φάρδους), ενώ το πορτ-μπαγκάζ των 400 λτ. (έχασε μόνο 15 λτ. σε σχέση με την υβριδική) προσφέρει αρκετό χώρο για τις αποσκευές και πρακτικότητα, χάρη στο διπλό πάτωμα και το χώρο αποθήκευσης του καλωδίου φόρτισης.